- χιών
- -όνος, η, ΝΜΑ(λόγιος τ.) (μετεωρ.) το χιόνι (α. «αι στέγαι τών οικιών ήσαν κατάφορτοι εκ σκληρυνθείσης χιόνος», Παπαδ.β. «ὁ Ἀναξαγόρας τῷ λευκὴν εἶναι τὴν χιόνα ἀντετίθει ὅτι ἡ χιὼν ὕδωρ ἐστὶ πεπηγός», Γεωπ.γ. «ἡ χιὼν ἡ ἐν τῷ χειμῶνι πεσοῡσα», Ηρόδ.)μσν.-αρχ.1. νερό από χιόνι2. (γενικά) παγωμένο νερό («ἡδὺ θέρους διψῶντι χιὼν ποτόν», Ασκληπιάδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χειμώνας].
Dictionary of Greek. 2013.